Αγαπούσες να κολυμπάμε σε μια λίμνη αίματος. Ποτέ μα ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι στα υπόγεια των πολυκατοικιών, ακριβώς κάτω από τα δεκάδες σπίτια που μεγάλωναν παιδάκια, υπόφεραν ηλικιωμένοι, μαγείρευαν νοικοκυρές και άνθρωποι μπαινόβγαιναν κουρασμένοι, χαρούμενοι, λυπημένοι ή οτιδήποτε άλλο, που ροχάλιζαν τη νύχτα στον μακάριο ύπνο τους, υπήρχε μια μυστική καταπακτή, μια παμπάλαια είσοδος μέσα από τα υπόγεια που στεγάζουν τα υδρόμετρα ή πίσω από τα φρεάτια των ασανσέρ, που μόνο οι μυημένοι γνωρίζουν και επισκέπτονται, φέρνοντας εδώ τα κατά καιρούς θύματά τους. Εκεί ήθελες να πηγαίνουμε, να κλείνουμε πίσω μας την πόρτα και να γλιστράμε αργά μέσα στο ζεστό, πηχτό και γλοιώδες αίμα. Πώς, πώς είναι δυνατόν, αναρωτιόμουν, από πού έρχεται αυτό το αίμα, πώς συντηρείται εδώ κάτω, πώς ένα τόσο αποτρόπαιο πράγμα παραμένει μυστικό; Μετά κατάλαβα το τέχνασμά σου. Καθώς με περιέσφιγγες γεμάτο τρόμο και μεταφυσικές ή ιδεολογικές ανησυχίες, καθώς σπαρταρούσες από τον φόβο και την αποστροφή αυτού του χώρου, καθώς τύλιγες τα χέρια και τα πόδια γύρω μου σαν δηλητηριώδες αναρριχητικό και ηδονιζόσουν κρυφά, καταλάβαινα πως βύθιζες τα νύχια σου στην πλάτη μου και αιμορραγούσα, αποτίοντας τον φόρο του αίματος, απείρως μεγαλύτερο από αυτόν που μου αναλογούσε, από αυτόν που θα έπρεπε, όπως όλοι οι επισκέπτες, να καταβάλλω, ανεβάζοντας κι εγώ ένδοξα με τη σειρά μου τη στάθμη της μολυσμένης, αποκρουστικής και περίκλειστης αυτής λίμνης λίγα δέκατα του χιλιοστού ακόμη προς τα επάνω. Μετά από ώρα, κι ενώ αισθανόμουν μια ιλιγγιώδη κόπωση πολλαπλάσια από τη δική σου, αν και αυτό δεν ήταν προφανώς το αναμενόμενο, με τεχνάσματα στοργής, απόλυτης παράδοσης και δουλοπρέπειας, μου ζητούσες να σε διαφυλάξω ξανά από αυτόν τον φοβερό τόπο, που ένας θεός ξέρει πώς και γιατί κάθε φορά βρίσκεσαι, αφού είναι αδύνατον να είναι επιλογή σου, αλλά μια κάποια αδιερεύνητη και φρικιαστική αδυναμία, ένας δαιμονισμός και κάτι περισσότερο που κατά πάσα πιθανότητα εξωθεί μια τόσο αγνή και έντιμη ψυχή όπως η δική σου