Το βιβλίο της Ν. Ροδοπούλου είναι ένα αφηγηματικό παραλήρημα υπαρξιακής αναζήτησης που εξ αρχής συνδέεται σαφώς με το Έπος του Γκιλγκαμές, το πρώτο εκείνο αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, το οποίο ανάγεται στην Ασσυρο-Βαβυλωνιακή φιλολογία. Ως εκ τούτου το έργο της Ροδοπούλου επικοινωνεί με τις ρίζες της ιστορίας του Λόγου, πηγή ζωής και θανάτου, τον προβάλλει στο σήμερα με ταυτόσημη αγωνία, ακυρώνοντας την απάτη της εφεύρεσης του χρόνου και αναδεικνύοντας τον αναλλοίωτα κοινό τόπο της ανησυχίας του ανθρώπινου πνεύματος για την εύρεση νοηματοδότησης της ύπαρξης.
«Σιωπώντας ανηφόρισα στα βουνά και ακολούθησα τα χρόνια. Όταν έφτασα στους αιώνες είδα από μακριά στην κατηφόρα κάτι να κατρακυλάει. Ήταν ένα μηδέν. Έτρεξα να το προλάβω. Έβαλα το κεφάλι μου μέσα. Νόμιζα ότι ίσως ήταν ένα πέρασμα…, στον χρόνο».
Στην σημερινή εποχή όπου ο λόγος υποβιβάζεται σε «εμπόρευμα» (Del Guidice) και καθημερινά μετασχηματίζεται σε μέσον «κατάχρησης», η Νίκη Ροδοπούλου τον χειρίζεται με σεβασμό, ως αμυντικό και επιθετικό εργαλείο προσέγγισης και επικοινωνίας, δίχως ίχνος διδακτισμού, προκειμένου να ενσωματώσει τον αναγνώστη στην διερευνητική οδό των αναζητήσεών της. Με γραφή λιτή, εναργή και ταυτόχρονα κοφτερή, ανατέμνει το φάσμα μιας δύσβατης διαδρομής, όπου ο αφηγητής παρατηρεί, συναισθάνεται και απεκδύεται τον κόσμο. Στην πορεία του απορρίπτει, οργίζεται, αποστασιοποιείται, καταβυθίζεται και επιχειρεί να επανασυσταθεί, καθώς οδεύει προς την επίγνωση και την παραδοχή της αλαζονείας του ανθρώπου ως άλλος Γκιλγκαμές. Και εντέλει φτάνει να προσεγγίσει την συμφιλίωση με την ματαιότητα της ανθρώπινης φύσης. Το «Είναι σχεδόν ανθρώπινο» είναι ένα εξαιρετικό ολιγόλογο πόνημα προβληματισμού στη διαδρομή προς την αυτογνωσία.
«…Πίνω ένα ποτήρι νερό κι εγκαταλείπω τις προελεύσεις. Θέλω να ξανασυστηθώ σε όλα τα επίπεδα. Είναι σχεδόν ανθρώπινο».