Θυμάμαι την υπέροχη στιγμή
μπροστά μου πρόβαλες εσύ
σαν φευγαλέο όραμα, σαν πνεύμα
αγνής καθάριας ομορφιάς.
Στης θλίψης μου τ’ ανέλπιδο μαρτύριο,
στης αγωνίας μου τη μάταιη σπουδή
πολύ καιρό αντηχούσε η φωνή σου
κι ονειρευόμουν την ωραία σου μορφή.
Τα χρόνια περνούσαν
η θύελλα των παθών σκόρπισε
τα πρώτα όνειρά μου και ξέχασα
την τρυφερή φωνή και την ουράνια
ομορφιά σου.
Στην ερημιά, στης εξορίας το σκοτάδι
οι μέρες σέρνονταν αργά χωρίς Θεό,
χωρίς έμπνευση και δάκρυ,
χωρίς ζωή, χωρίς αγάπη, κι ομορφιά.
Ξαφνικά, ξυπνάει η ψυχή μου
και να που πρόβαλες εσύ
σαν φευγαλαίο όραμα, σαν πνεύμα
αγνής καθάριας ομορφιάς.
Η καρδιά μου χτυπάει μεθυσμένη
γι’ αυτήν αναστήθηκαν ξανά
θεότητα, έμπνευση και δάκρυ
ζωή, κι αγάπη, κι ομορφιά.