Η ιστορία του ευρωπαϊκού εστιατορίου αρχίζει την εποχή που κάποιοι παύουν να πεινούν· ή προσποιούνται πως έχουν πάψει να πεινούν. Στο υποσιτισμένο Παρίσι του 1760 δεν συνάδει με το αριστοκρατικό πνεύμα της εποχής να περιδρομιάζει κανείς σε ταβέρνα ή πανδοχείο. [...] Οι επιφανείς πελάτες προσελκύονται από τα πολυτελώς επιπλωμένα μαγαζιά νέου τύπου. Στους τοίχους κρέμονται μεγάλοι καθρέφτες, μέσα στους οποίους μπορεί κανείς να θαυμάσει τον εαυτό του και τους άλλους. Σε διακοσμητικές πορσελάνινες λεκάνες αχνίζει το "αναστηλωτικό" κονσομέ, που χαρίζει στα καινούργια μαγαζιά το όνομά τους. Οι ζωμοί πουλερικών, κυνηγιού ή μοσχαρίσιου κρέατος αποκαθιστούν τη δύναμη των ανθρώπων που έχουν ευαισθησία σε άλλες τροφές. [...] Σε αντίθεση με τα ταβερνεία, οι πελάτες εδώ δεν είναι υποχρεωμένοι να κάθονται σε ένα μακρύ τραπέζι μαζί με κάθε λογής αγνώστους. Τους προσφέρεται ξεχωριστό τραπέζι. Μπορούν να ορίσουν την ώρα που θα τους σερβίρουν. Επιλέγουν τα εδέσματα από κατάλογο. Μετά την Επανάσταση τα μέλη της Εθνοσυνέλευσης συγκεντρώνονται από όλες τις επαρχίες στο Παρίσι. Πηγαίνουν μαζί για φαγητό στα εστιατόρια. Οι Παριζιάνοι τούς μιμούνται.
Το φαγητό είναι πάντα το λιγότερο απ' όλα όσα συμβαίνουν σ' ένα εστιατόριο. Από την εποχή των πρώτων εστιατορίων στο Παρίσι του 18ου αιώνα, η έξοδος για φαγητό είχε να κάνει με το φαίνεσθαι, με την επίδειξη στυλ, με το συναίσθημα να νιώθεις ανοίκεια και οικεία, την ίδια στιγμή, ανάμεσα σε ξένους. Μπορεί οι ανυπόμονοι πελάτες να κρατούν το προσωπικό σε εγρήγορση, αλλά το προσωπικό και οι σεφ είναι αυτοί που ελέγχουν τα γεγονότα. Στην κουζίνα, στο μπαρ, στα τραπέζια, η πολυτέλεια και η σκληρή εργασία, η κομψότητα και η εκμετάλλευση, η πολιτιστική πολυμορφία και ο ρατσισμός συγκρούονται για να δημιουργήσουν τον καθρέφτη της κοινωνίας.
Ο Κρίστοφ Ρίμπατ συλλέγει συναρπαστικές εμπειρίες από εργαζόμενους στην κουζίνα, από ιδιοφυείς σεφ, από σερβιτόρους, φιλοσόφους, καλοφαγάδες και κοινωνιολόγους, συνδέοντας τα πρώτα γκουρμέ εστιατόρια του Παρ