Αμέσως ένα κοπάδι πανέμορφες πυγολαμπίδες, ανέβασαν μέχρι το παράθυρό του ένα κουκλίστικο φορεματάκι που ήταν φτιαγμένο από ροδοπέταλα, φύλλα γιασεμιού, και ήταν ραμμένο με φεγγαραχτίδες.
...Με το μαντήλι στην τσέπη ο μικρός απομακρύνθηκε από τη γιαγιά χωρίς να το καταλάβει.
Όμως, η προηγούμενη μαγεία συνεχιζόταν: Άκουγε ακόμα και το σύρσιμο των σκουληκιών κάτω απ' τη γη, το χαμηλό τρίξιμο από τις ρίζες που βάθαιναν. Έφτασε στο ποτάμι· το νερό τραγουδούσε, μιλούσε, του έλεγε:
"`Ελα, έλα εδώ κοντά μου,
έλα, έλα να σου πω, πώς κυλάει το νερό
το ξέρεις πού φτάνει, πώς τρέχει από εδώ;
Πώς γίνεται θαλασσινό;"