Η ανακάλυψη του φερροκενίου, το 1950, σηματοδοτεί την θεμελίωση της Χημείας των Οργανομεταλλικών Ενώσεων. Στα αμέσως επόμενα χρόνια η συσσώρευση γνώσεων σ' αυτό το πεδίο ήταν καταιγιστική, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένας νέος κλάδος Χημείας παρόμοιος με εκείνους της Ανόργανης και Οργανικής. Ο λόγος αυτής της τεράστιας ανάπτυξης θα πρέπει να αποδοθεί στην ιδιαιτερότητα των οργανομεταλλικών ενώσεων, αλλά και στις σπουδαίες εφαρμογές που έτυχαν ως καταλύτες.
Η Οργανομεταλλική Χημεία προέκυψε από την συνεργασία της Ανόργανης με την Οργανική. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι ορισμένες οργανομεταλλικές ενώσεις ήταν γνωστές και πριν την ανακάλυψη του φερροκενίου, και τις χρησιμοποιούσαν σε διάφορες συνθέσεις οι οργανικοί χημικοί (ενώσεις Grignard). Σύμφωνα μ' αυτό, μπορεί να ειπωθεί ότι ο εν λόγω κλάδος της Χημείας ξεκίνησε από οργανικούς χημικούς και στη συνέχεια ασχολήθηκαν μ' αυτόν και οι ανόργανοι. Εξάλλου υπάρχει η άποψη ότι όταν σε μια οργανομεταλλική ένωση το μέταλλο που περιέχει επηρεάζει σημαντικά τις ιδιότητές της, τότε αυτή ανήκει περισσότερο στην Ανόργανη Χημεία, ενώ σε αντίθετη περίπτωση στην Οργανική. Υπάρχει όμως και μια κατηγορία επιστημόνων η οποία υπηρετεί την Οργανομεταλλική Χημεία που είναι προσανατολισμένη προς την οργανική σύνθεση, αυτοί βέβαια θεωρούνται οργανικοί χημικοί. Η κατάσταση από αυτή την άποψη, σύμφωνα μ' αυτά που αναφέρθηκαν παραπάνω, εμφανίζεται «μπερδεμένη», έτσι στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής οι περισσότεροι οργανομεταλλικοί χημικοί υπάγονται στον κλάδο της Οργανικής Χημείας, ενώ στην Ευρώπη σχεδόν όλοι στον αντίστοιχο της Ανόργανης.
Η συγγραφή διδακτικoύ βιβλίου που καλύπτει όλο το φάσμα της Οργανομεταλλικής Χημείας είναι ένα δύσκολο έργο, λόγω της τεράστιας ανάπτυξής της και επιπλέον θα απαιτούσε ένα μεγάλο αριθμό σελίδων. Για να διδαχθεί λοιπόν το μάθημα της Χημείας των Οργανομεταλλικών Ενώσεων, θα απαιτηθούν 3 τουλάχιστον διδακτικές ώρες την εβδομάδα και θα συνοδευόταν, όπως ειπώθηκε, από πολυσέλιδο διδακτικό βιβλίο. Στ