Η φιλοσοφία που διέπει το γράψιμο των κεφαλαίων και τον τρόπο παρουσίασης είναι να δοθεί έμφαση στις αρχές λειτουρ-γίας των τοπογραφικών οργάνων μέτρησης και στη σύνδεσή τους με το φυσικό περιβάλλον των μετρήσεων. Για την κατανόηση του είδους της πληροφορίας που δίνεται από ένα τοπογραφικό διάγραμμα παρουσιάζονται επίσης κάποιοι βασικοί ορισμοί συστημάτων αναφοράς και συστημάτων συντεταγμένων καθώς και οι σχέσεις μετασχηματισμού που συνδέουν διαφορετικά συστήματα στο επίπεδο. Βασική έννοια που αποτελεί το συνδετικό κρίκο μεταξύ των επί μέρους κεφαλαίων είναι αυτή του οριζοντίου επιπέδου. Το οριζόντιο επίπεδο αποτελεί το επίπεδο αναφοράς για όλες τις μετρή-σεις που λαμβάνονται από τα επί μέρους μετρητικά συστήματα στο πεδίο, ενώ ταυτόχρονα είναι και η επιφάνεια στην οποία αναφέρονται όλοι οι μαθηματικοί υπολογισμοί. Το βιβλίο μπορεί να χωριστεί θεματικά σε τρεις ενότητες. Την πρώτη ενότητα αποτελούν τα πρώτα τέσσερα κεφάλαια, στα οποία συγκεντρώνονται όλες εκείνες οι θεωρητικές έννοιες και οι ορισμοί που διέπουν το σύνολο των πρακτικών τοπογραφικών εργασιών. Η παρουσίαση γίνεται μεν συνοπτικά, έχει όμως καταβληθεί προσπάθεια να γίνει με όσο το δυνατόν πιο αυτόνομο τρόπο. Στη δεύτερη ενότητα, στην οποία ανήκουν το 5ο και το 6ο κεφάλαιο, παρουσιάζονται τα κύρια όργανα και οι μέθοδοι μέτρησης των βασικών τοπογραφικών παρατηρήσεων, δηλαδή των γωνιών και των απο-στάσεων. Στο σημείο αυτό έχει δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στην αρχή λειτουργίας και τα χαρακτηριστικά ενός ηλεκτρομα-γνητικού οργάνου μέτρησης αποστάσεων, που αποτελεί πλέον αναπόσπαστο μέρος των σύγχρονων γεωδαιτικών σταθ-μών. Τέλος, στην τρίτη θεματική ενότητα, που απαρτίζουν τα κεφάλαια 7 και 8, δίνονται οι βασικές μέθοδοι υπολογι-σμού της θέσης χαρακτηριστικών σημείων του εδάφους στο επίπεδο ενός τοπογραφικού διαγράμματος. Ο οριζοντιογρα-φικός προσδιορισμός εξετάζεται στο 7ο κεφάλαιο και ο προσδιορισμός υψομέτρων και υψομετρικών διαφορών στο 8ο κεφάλαιο. Από τα τρία παραρτήματα που παρατίθενται στο τέλος του κειμ